- πονηρός
- -ή, -ό / πονηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρόςο διάβολος, ο σατανάς3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν)πονηρία, κακό4. φρ. «πονηρά πνεύματα» — τα δαιμόνιανεοελλ.1. φιλύποπτος, καχύποπτος2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν εξαπατήσει, να τόν γελάσει εύκολα3. πανέξυπνος, διαβολεμένοςαρχ.1. (για το σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος, πόνηρος*2. αυτός που προκαλεί κόπο ή λύπη, κουραστικός, επίπονος3. αυτός που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, εξαθλιωμένος, άχρηστος4. δειλός, άνανδρος5. (με πολιτική σημ.) ποταπός, ευτελής, τιποτένιος6. φρ. α) «πονηρά σκώμματα» — ελεεινά, άνοστα αστείαβ) «πονηρὰ χρώματα» — τα χρώματα τού δειλού, τα ωχρά χρώματα που προδίδουν δειλία.επίρρ...πονηρώς/ πονηρῶς ΝΜΑ και πονηρά Νμε τρόπο πονηρόαρχ.φρ. «πονηρῶς ἔχειν» — βρίσκομαι σε κακή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κατάλ. -ηρός. Το επίθ. πονηρός με αρχική σημασία «αυτός που προκαλεί πόνο, κουραστικός, επίπονος» εξελίχθηκε «επί κακώ» στη σημασία «κακός, δόλιος, πανούργος» (πρβλ. μόχθος: μοχθηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.